top of page

Η επανάσταση του Εικοσιένα και η συνταγματική ιδέα

του Ακρίτα Καϊδατζή


Επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.



Η επανάσταση του Εικοσιένα ήταν και συνταγματική επανάσταση. Οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν αποτίναξαν απλώς την οθωμανική κυριαρχία. Εγκατέστησαν και ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης, που βασιζόταν στη συνταγματική ιδέα. Δηλαδή στην ιδέα ότι –πέραν από τους νόμους που δεσμεύουν τους κυβερνώμενους, το λαό– υπάρχει ένας νόμος, το σύνταγμα, που δεσμεύει ακόμα κι αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους, τους κυβερνώντες. Η συνταγματική ιδέα βασίζεται σε δύο άλλες ιδέες, τις οποίες συνδυάζει: τη φιλελεύθερη ιδέα, ότι όριο της εξουσίας είναι τα δικαιώματα των ατόμων, και τη δημοκρατική ιδέα, ότι αυτοί που ασκούν εξουσία επιλέγονται από τους πολίτες.

Μερικούς μήνες μετά το ξέσπασμά της, η επανάσταση θ’ αποκτήσει το πρώτο της σύνταγμα. Το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» θεσπίστηκε τον Ιανουάριο του 1822 από την εθνική συνέλευση της Επιδαύρου. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, στην επαναστατημένη Ελλάδα θα λειτουργεί συνταγματικό πολίτευμα. Με όλες φυσικά τις ατέλειες, τις δυσχέρειες, τα ελλείμματα και τις παραβιάσεις λόγω των περιστάσεων –ένας αιματηρός πόλεμος ανεξαρτησίας, που διακόπτεται από όχι λιγότερο αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις. Τον Απρίλιο του 1823 η εθνική συνέλευση του Άστρους θ’ αναθεωρήσει ριζικά το σύνταγμα της Επιδαύρου, διατηρώντας πάντως τις βασικές αρχές του. Και το Μάιο του 1827 η εθνική συνέλευση της Τροιζήνας θα θεσπίσει καινούργιο σύνταγμα, οριστικό πια αυτό, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Αυτό το σύνταγμα θα το αναστείλει ο Ιωάννης Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828, αμέσως μόλις αναλάβει κυβερνήτης της Ελλάδας. Έκτοτε ο συνταγματισμός της επανάστασης περνάει σε διαφορετική φάση.


Μέχρι τότε, πάντως, κεντρική επιλογή της επανάστασης υπήρξε να συγκροτηθεί σε συνταγματικό πολίτευμα. Η εξουσία μοιραζόταν σε περισσότερα όργανα που ελέγχονταν αμοιβαία μεταξύ τους, ο λαός εξέλεγε τους αντιπροσώπους του κι αυτοί τα μέλη της κυβέρνησης, τα δικαιώματα έθεταν όρια στη δράση των κυβερνώντων. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά αυτονόητη ήταν. Σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου, δεν θα ήταν παράλογο ν’ ανατεθεί απόλυτη εξουσία σε έναν ηγέτη ή σε μια επιτροπή πολιτικών ή στρατιωτικών, που να μπορεί να δρα με αποτελεσματικότητα και απερίσπαστη από τις «πολυτέλειες» ενός δημοκρατικού και φιλελεύθερου πολιτεύματος. Σκέψεις, άλλωστε, για την επιβολή «γκοβέρνο μιλιτάρε», στρατιωτικής κυβέρνησης, δεν έλειψαν. Η ίδια η επιλογή, επομένως, του τύπου «σύνταγμα» και του συνταγματικού πολιτεύματος χρειάζεται μιαν εξήγηση.


Η επανάσταση δεν είχε έναν αδιαμφισβήτητο ηγέτη. Έχει συχνά ειπωθεί πως δεν υπήρξε ο Έλληνας Σιμόν Μπολίβαρ. Ούτε υπήρξε ορισμένη πολιτική ή κοινωνική ομάδα που να είναι σε θέση να ελέγξει αποτελεσματικά την εξουσία. Αντιθέτως, υπήρξαν σφοδροί ανταγωνισμοί για τη νομή της εξουσίας και αμοιβαία καχυποψία όλων εναντίον όλων. Και, βεβαίως, ανοιχτές ή λιγότερο ανοιχτές συγκρούσεις, που έφτασαν μέχρι και σε εμφύλιο. Οι οπλαρχηγοί με τους κοτζαμπάσηδες, οι Μωραΐτες με τους ρουμελιώτες και τους νησιώτες, οι αυτόχθονες με τους ετερόχθονες κ.ό.κ. Κατά μιαν έννοια, η ιστορία της επανάστασης είναι η ιστορία των εσωτερικών αντιθέσεων και συγκρούσεών της. Στις συνθήκες αυτές, το σύνταγμα επιτελεί μια λειτουργία ειρήνευσης. Διασφαλίζει ότι καμιά από τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις δεν θα μονοπωλεί την εξουσία και κρατά ζωντανή την ελπίδα όλων να συμμετάσχουν σ’ αυτήν–με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το όργανο ή το αξίωμα. Οι επαναστατημένοι Έλληνες επέλεξαν τον τύπο «σύνταγμα», διότι εξυπηρετούσε τις φιλοδοξίες τους. Ο συνταγματισμός της επανάστασης σημαδεύτηκε, επομένως, από τον πολυαρχικό χαρακτήρα της. Υπήρξε απόρροια όχι της ενότητας των Ελλήνων, αλλά το ακριβώς αντίθετο, των σφοδρών διαφορών και συγκρούσεών τους.


Και δεν είναι μόνον ότι επιλέχθηκε ο τύπος «σύνταγμα». Τα συντάγματα της επανάστασης βρέθηκαν αναπάντεχα –αν σκεφτούμε ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες ούτε προηγούμενη συνταγματική παράδοση διέθεταν ούτε άξια λόγου συνταγματική παιδεία– στην παγκόσμια πρωτοπορία. Ιδίως το σύνταγμα της Τροιζήνας, το ωραιότερο και τελειότερο των επαναστατικών συνταγμάτων, όπως το χαρακτήρισε ο Αλέξανδρος Σβώλος, πρέπει να ήταν το πιο δημοκρατικό και από τα πιο φιλελεύθερα συντάγματα της εποχής του –ας μην ξεχνάμε, εποχή της μοναρχικής παλινόρθωσης, της ιεράς συμμαχίας και της ήττας των επαναστατικών ιδεών στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να υπήρχε τότε άλλο σύνταγμα με τόσες και τέτοιες εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας της εξουσίας, με τόσο και τέτοιο εύρος συμμετοχής των πολιτών στην άσκησή της. Το ιστορικό αυτό παράδοξο χρειάζεται επίσης μιαν εξήγηση.


Ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της επανάστασης ήταν η δημιουργία ενιαίου κράτους, δηλαδή η συγκρότηση κεντρικής εξουσίας. Το σύνταγμα διασφαλίζει ότι η κεντρική εξουσία δεν θα γίνει συγκεντρωτική, δεν θα συγκεντρωθεί δηλαδή στα χέρια ενός προσώπου ή μιας ομάδας. Όσο πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο το σύνταγμα, τόσο λιγότερο συγκεντρωτική είναι η εξουσία που εγκαθιδρύει. Η επανάσταση του Εικοσιένα σημαδεύτηκε από τη διαρκή διαπάλη ανάμεσα στο μερικό και το εθνικό, ανάμεσα στο τοπικό (ή τοπικιστικό) και το κεντρικό. Οι παραδοσιακές ελίτ, ιδίως οι κοτζαμπάσηδες, όπως και οι νέες που αναδείχθηκαν μέσα από τον αγώνα, ιδίως οι οπλαρχηγοί, αντιλαμβάνονταν ότι η επανάσταση δεν είχε καμιά τύχη χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία. Παράλληλα όμως δεν ήταν διατεθειμένοι ν’ αποποιηθούν την τοπικά εδραιωμένη εξουσία τους. Οι αντιφατικές αυτές επιδιώξεις βρήκαν την αναπάντεχη συμφιλίωσή τους στο αίτημα για ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο σύνταγμα. Αυτό διασφαλίζει τη συγκρότηση μιας εξουσίας κεντρικής μεν, που όμως υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς και ελέγχεται από μιαν ισχυρή εθνική αντιπροσωπεία εκλεγμένη από το λαό. Έχοντας υπό έλεγχο τις επαρχίες τους (οι προεστοί) ή τις λαϊκές μάζες των αγωνιστών (οι οπλαρχηγοί), οι τοπικοί ηγέτες διασφάλιζαν τη συμμετοχή τους στα κεντρικά όργανα και την αναπαραγωγή της εξουσίας τους.


Ειδικά το σύνταγμα της Τροιζήνας φτιάχτηκε τόσο δημοκρατικό και τόσο φιλελεύθερο, για ν’ αποτελέσει το ανάχωμα των τοπικών (μικρο)εξουσιών στην εξουσία που θα αναλάμβανε ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης. Σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου, όμως, ένα τέτοιο σύνταγμα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί. Το σύνταγμα της Τροιζήνας δεν ήταν ακατάλληλο παρά το ότι ήταν δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Ήταν ακατάλληλο ακριβώς επειδή ήταν τέτοιο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι μόλις βρέθηκε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της επανάστασης, που ήταν σε θέση να επιβληθεί στις αντιμαχόμενες δυνάμεις και να ελέγξει αποτελεσματικά την εξουσία, η πρώτη ενέργειά του ήταν ν’ αναστείλει το σύνταγμα.


Η ιστορία των συνταγμάτων του Εικοσιένα είναι ένα μάθημα συνταγματισμού ρεαλισμού. Σε αντίθεση με ανιστορικές ρομαντικές εξιδανικεύσεις ή ιδεολογικές αναγνώσεις, μάς διδάσκει ότι τα συμφέροντα, και όχι οι ιδέες, φτιάχνουν τα συντάγματα. Η δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση που διαμόρφωσε η επανάσταση αποτελεί ένα μοναδικό επίτευγμα και μια διαρκή παρακαταθήκη για τον ελληνικό συνταγματισμό. Τιμούμε την επανάσταση και την ιστορία μας, αν την αντιμετωπίζουμε στις πραγματικές διαστάσεις της, χωρίς ούτε να την υπερεκτιμούμε εξιδανικεύοντας ούτε να την υποτιμούμε απορρίπτοντας. Οι αγωνιστές του Εικοσιένα είναι άξιοι του θαυμασμού μας όχι γιατί ήταν αλάνθαστοι υπεράνθρωποι ή αγνοί ιδεολόγοι –δεν ήταν. Αλλά γιατί κατόρθωσαν τόσα, όντας καθημερινοί άνθρωποι με πάθη, με ελαττώματα και με λάθη –πολλά και μεγάλα λάθη. Αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από το Εικοσιένα σήμερα. Ότι οι επαναστάσεις γίνονται από ανθρώπους με πάθη, με ελαττώματα και με λάθη –από ανθρώπους σαν κι εμάς.

bottom of page