top of page

Λαϊκισμός και Ερμηνευτική Αναθεώρηση του Συντάγματος: Το Παράδειγμα της Πανδημίας

Του Μιχάλη Μήττα


Υπ. Διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ


Ο λαϊκισμός τείνει να ταυτίζεται, στην καθημερινή, δημοσιογραφική του ίσως, χρήση, ως έννοια, με περιθωριακές ή ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις. Η ταύτιση αυτή απηχεί περισσότερο μια σκόπιμα επιφανειακή πολιτική ανάλυση, παρά αποτέλεσμα σοβαρής επιστημονικής αναγωγής. Όχι σπάνια, η λαϊκιστική ρητορική χρησιμοποιείται από πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις με κεντρομόλα ή και τεχνοκρατικά ακόμα χαρακτηριστικά για την επίτευξη ευρείας συναίνεσης από το εκλογικό σώμα σε πολιτικές που εφαρμόζουν ή εισηγούνται. Ως τέτοιο παράδειγμα εύκολα ανακαλεί κανείς στη μνήμη τις απόπειρες επιχειρηματολόγησης υπέρ (αλλά και κατά) των έκτακτων οικονομικών μέτρων την περίοδο 2010 – 2015, στην βάση της απονομής ευθύνης (αντί εκείνη της αποτελεσματικότητάς τους) για την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Οι τρέχουσες συνθήκες υγειονομικής κρίσης προσφέρουν επίσης γόνιμο έδαφος.

Από τις αρχές Μαρτίου 2020, όταν τα πρώτα κρούσματα και θάνατοι από την πανδημία COVID – 19 ξεκίνησαν να καταγράφονται, η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες με παρεμφερή γεωπολιτικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, βρέθηκε σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Σε επίπεδο δημόσιου λόγου υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση μια έντονα πολεμική ρητορική («Βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο, αλλά όχι ανίκητο εχθρό»).[1] Στο ίδιο διάγγελμα η λέξη «πόλεμος» και τα παράγωγά της επαναλήφθηκε ακόμα 5 φορές, παραπέμποντας στην ανάγκη ενότητας και κοινής προσπάθειας από τον λαό («κάτω από αυτήν την σημαία θα πολεμήσουμε» και «η νίκη θα έλθει μόνον αν όλοι - ο καθένας ξεχωριστά - φανούμε πειθαρχημένοι στρατιώτες σε αυτόν τον 'πόλεμο της ζωής’») και δικαιολόγησης έκτακτων οικονομικών μέτρων («οικονομία πολέμου»). Τα στατιστικά αυτά διατηρούνται έως σήμερα. Η ρητορική αυτή συνδυάσθηκε με μια ολοκληρωμένη τακτική δημιουργίας αντίστοιχου κλίματος στον λαό, η οποία μεταξύ άλλων περιελάμβανε το καθημερινό δελτίο των 18.00, εν είδει «πολεμικού ανακοινωθέντος» για τα αριθμητικά δεδομένα της ημέρας αλλά και τα νέα έκτακτα υγειονομικά μέτρα, όπως επίσης με την επανάληψη πολεμικών χαρακτηρισμών («στρατηγοί» οι επικεφαλείς των αρμόδιων για την αντιμετώπιση της πανδημίας διοικητικών οργάνων) και την ηγετική επαναλαμβανόμενη χρήση του α’ ενικού προσώπου από τον Πρωθυπουργό σε κάθε σχεδόν συναφή τοποθέτησή του. Ασχέτως της έντασης της υγειονομικής κρίσης, την οποία τεκμαίρουμε βάσιμη και αληθή, η φύση αυτής και των αναγκαίων για την αντιμετώπισή της μέτρων, δεν φέρουν ασφαλώς τα πραγματικά και νομικά χαρακτηριστικά μιας εμπόλεμης κατάστασης. Η ταύτιση που έγινε από την Κυβέρνηση είχε ασφαλώς τον στόχο συσπείρωσης όλων μας μέσω μιας υπεραπλουστευτικής εικόνας για έναν εχθρό που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Συσπείρωση επί τη βάσει του φόβου.

Εκτός όμως των συνθηκών κρίσης, η κυβερνητική ρητορική έλαβε και άλλα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στα αντίστοιχα του λαϊκιστικού φαινομένου. Ο «εχθρός» δεν είναι μόνο ο ιός, αλλά και οι συνεργάτες του. Στην από 5-11-2020 συνέντευξη τύπου, ο Πρωθυπουργός ανέφερε «ευχαριστώ τη μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών που με συνέπεια υπάκουσαν τις οδηγίες των ειδικών. Δεν είναι ώρα να αποδοθούν ευθύνες, αλλά ξέρουμε πολύ καλά από πού προήλθε η έξαρση του νέου κύματος, και πρέπει να το λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη όλοι … Η εικόνα στις ΜΕΘ είναι σκληρή. Αυτά συμβαίνουν σήμερα που μιλάμε. Υπάρχουν οι ψεκασμένοι που λένε ότι δεν υπάρχει κορωνοϊός. Γι’ αυτούς μια βόλτα στα νοσοκομεία είναι η καλύτερη απάντηση». Ο ενωμένος – ενιαίος και υπεύθυνος λαός, χωρίς άλλα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά, βρίσκεται απέναντι σε ομάδες «ψεκασμένων και αρνητών» των επιστημονικών δεδομένων ή έστω «ανεύθυνων» πολιτών. Η διαίρεση αυτή όμως δεν περιορίσθηκε απλώς γύρω από τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά τελικώς ανήχθη σε μια διαίρεση υπέρ – κατά των (πολιτικών) αποφάσεων. Εύλογα, αφού τα μέτρα αιτιολογούνται ρητά, τόσο πολιτικά όσο και νομικά, στην υλοποίηση των εισηγήσεων του αρμόδιου επιστημονικού οργάνου (επιτροπή λοιμωξιολόγων ΕΟΔΥ). Επομένως, ναι μεν τα μέτρα αντιμετώπισης του ιού λαμβάνονται από πολιτικά πρόσωπα και όργανα, που κανονικά υπόκεινται στην αντίστοιχη πολιτική κριτική, είναι ωστόσο όμοια με εκείνα που προτείνουν οι «ειδικοί», ήτοι, η εκτός πολιτικής κριτικής «επιστήμη».[2] Η υπεραπλουστευτική ταύτιση της κριτικής στα μέτρα με την παράλογη άρνηση του ιού καθίσταται έτσι εφικτή. Όχι μόνο όμως είναι «ψεκασμένοι» και «ανεύθυνοι» όσοι διαφωνούν με τα μέτρα που λαμβάνονται κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου οργάνου του ΕΟΔΥ, αλλά και προνομιούχοι. «Δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις, κανείς δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από κάθε πολίτη που δεν έκανε Πάσχα ή 25η Μαρτίου. Δεν είναι ώρα για αντιπαραθέσεις, όταν τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι ώρα για παραστάσεις με μικροκομματικά οφέλη, βάζοντας σε κίνδυνο ζωές. Δυστυχώς οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια» δήλωσε προς υπεράσπιση της γενικής απαγόρευσης συναθροίσεων για την επέτειο της 17 Νοέμβρη ο Υπ. Προστασίας του Πολίτη, προσδίδοντας και ελιτίστικα χαρακτηριστικά σε όσους αντιτίθεντο στο συγκεκριμένο μέτρο.[3] Η αντίθετη λοιπόν θέση απαντάται όχι με επιχείρημα, αλλά με επίθεση ad hominem. Συνολικά, η αναπτυσσόμενη ρητορική έχει έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά.

Αλλά και η υλοποίηση της συγκεκριμένης «πολεμικής» ρητορικής διαμορφώθηκε αντίστοιχα. Μείζων στόχος της κυβερνητικής πολιτικής αναδεικνύεται η περιφρούρηση των περιοριστικών μέτρων, στην λογική εξίσωσης των εννοιών της δημόσιας υγείας και της δημόσιας τάξης. Το ρητορικό πολεμικό κλίμα, αποκτά και υλική διάσταση, με την ανάδειξη των αστυνομικών μέτρων σε βασικό μοχλό αντιμετώπισης της πανδημίας. Πάντα δε σύμφωνα με το σχήμα αυτό, ο λαός, που ακολουθεί την επιστήμη, οφείλει, συνεργαζόμενος με τις αρχές, να περιφρουρήσει τα μέτρα που λαμβάνονται από την κυβέρνηση ενημερώνοντας τις αρμόδιες αρχές (αστυνομία) για κάθε παραβίαση προερχόμενη από τους «ανεύθυνους». Οι δε αρμόδιες αρχές (οφείλουν να) εξαντλούν την αυστηρότητά τους, ακόμα και με τρόπο παράλογο (πχ επί ώρες παρακολούθηση κατοικιών για παράνομα ιδιωτικά πάρτυ), δυσανάλογο (πχ εικόνες συνωστιζόμενων αστυνομικών να παρακολουθούν διαδηλωτές που τηρούν αποστάσεις) ή ακόμα και παράνομο (πχ συλλήψεις για συγκεντρώσεις πριν ακόμα την επίσημη απαγόρευσή τους).

Πέραν λοιπόν της ρητορικής, το ίδιο διάστημα είχαμε και την υλική διάσταση στο ως άνω λαϊκιστικό σχήμα, συνοψιζόμενη στο «θα κάνουμε ό, τι χρειάζεται». Ασφαλώς, κανένα κρατικό όργανο δεν είναι αρμόδιο να κάνει «ό, τι χρειάζεται», αλλά, κατά νομική ακριβολογία, όλα είναι αρμόδια να κάνουν μόνο «ό, τι επιτρέπεται». Το ζήτημα που εμφανώς προκύπτει είναι το πώς καθίσταται εφικτή η υλοποίηση ενός πολιτικού πλαισίου της ανάγκης, στην βάση του «πρώτα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας»,[4] σε συνάρτηση με τις κείμενες συνταγματικές διατάξεις και ιδίως τα πρώτα 25 άρθρα του Συντάγματος. Η σύγκρουση κατέστη εμφανής πλείστες όσες φορές, με ενδεικτικά (αλλά όχι μόνα) παραδείγματα την σύγκρουση διαφόρων έκτακτων υγειονομικών μέτρων με τα α. 5 (ατομική ελευθερία), 11 (δικαίωμα συνάθροισης) και 13 (θρησκευτική ελευθερία), τα οποία έλαβαν την μεγαλύτερη δημοσιότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις, υπήρξε περίπου όμοια αντιμετώπιση, η οποία έγκειτο, κατ’ ερμηνευτική αρχή, στην σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία των μέτρων, υπό το πρίσμα συνήθως της αρχής της αναλογικότητας.[5] Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τα αρμόδια κρατικά (διοικητικά επί το πλείστον) όργανα και την θεωρία για την υπεράσπιση της συνταγματικότητας των μέτρων δύνανται να συνοψισθούν στην περιορισμένη χρονική διάρκεια αυτών, στον έκτακτο χαρακτήρα των συνθηκών, στο αδιαμφισβήτητο των επιστημονικών εισηγήσεων και στην μείζονα σημασία των προστατευόμενου δικαιώματος της υγείας, ευρισκόμενα ιδιαίτερα κοντά (αν όχι εντασσόμενα) στο ως άνω γενικό ρητορικό πλαίσιο.[6] Με δεδομένο δε το ως άνω λαϊκιστικό πλαίσιο, ο επιδιωκόμενος σκοπός (της προστασίας της δημόσιας υγείας) και οι υπ’ αυτόν υπαγορευόμενες σχετικές ερμηνείες βρίσκουν πιθανότατα και την αποδοχή σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης.

Χωρίς εν προκειμένω να υπεισέλθουμε στην απόδειξη της ορθότητας ή μη των επιχειρημάτων αυτών και των αντίστοιχων συμπερασμάτων τους, για το οποίο έχει υπάρξει ήδη ευρύς διάλογος, κρίσιμη είναι η εστίαση στα μεταξύ τους κοινά χαρακτηριστικά. Σε όλες τις περιπτώσεις, αν και με διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης, αίρονται παγιωμένες ερμηνείες των συνταγματικών κανόνων και επανανοηματοδούνται θεμελιώδεις έννοιες, σε μια λογική που ρητά συνήθως αναπαράγει ή στηρίζεται στο ρητορικό σχήμα της «εμπόλεμης κατάστασης» και της «προφανούς προτεραιότητας της ανθρώπινης ζωής». Η εξέλιξη αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις δημόσιες τοποθετήσεις θεωρητικών νομικών, αλλά ενσωματώνεται σε διοικητικές πράξεις πάσης φύσεως και δικαστικές αποφάσεις κατά τρόπο που αποδεικνύει τον επηρεασμό (όπου βέβαια δεν είναι απλώς αποτέλεσμα εκτέλεσης καθήκοντος στα πλαίσια κυβερνητικών εντολών) ακόμα και των νομικών με θεσμική αρμοδιότητα ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος από το ίδιο λαϊκιστικό σχήμα.

Στην αναγκαία στάθμιση μεταξύ των δικαιωμάτων, για πρώτη φορά φαίνεται ότι αναγνωρίζεται η υπεροχή ορισμένων έναντι άλλων. Η, έως σήμερα γενικά αποδεκτή αρχή της ισοδυναμίας των συνταγματικών δικαιωμάτων ανατρέπεται υπέρ ορισμένων, τα οποία ανάγονται σε, επί της ουσίας ηθικά ή «απόλυτα».[7] Συχνά μάλιστα, το συμπέρασμα αυτό συνεπικουρείται μεθοδολογικά δια της λήψης του ζητουμένου. Η αναγνωρισμένη, για τον εκάστοτε επιχειρηματολογούντα, ανάγκη απόλυτης προστασίας του δικαιώματος της υγείας αποτελεί βάση για την σκέψη του, κατά τρόπο που τα επιχειρήματά του διαμορφώνονται κατάλληλα.[8] Κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται παραβιάσεις ακόμα και του πυρήνα άλλων δικαιωμάτων, λιγότερο (;) απόλυτων ή επειγόντων.

Στο σύνολο των περιπτώσεων, η δικαιολόγηση του περιορισμού των δικαιωμάτων διέρχεται από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Η εφαρμογή αυτής όμως παραλείπει την συμπερίληψη της αρχής του απαραβίαστου του πυρήνα του περιοριζόμενου δικαιώματος. Στο σύνολο των περιπτώσεων, ως αντεπιχείρημα συνήθως προβάλλεται η προσωρινότητα του περιορισμού, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα θα επανέλθει σε πλήρη προστασία μόλις αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος για την δημόσια υγεία.[9] Ωστόσο, η παραβίαση του πυρήνα του δικαιώματος για ορισμένο χρονικό διάστημα δεν αποτελεί αναλογικό περιορισμό του με χρονικά όρια, αλλά ταυτίζεται πρακτικά και εννοιολογικά (παραδοσιακά τουλάχιστον) με την έννοια της αναστολής αυτού.[10]

Εκ των ως άνω εκτεθέντων προκύπτει ότι η αναστολή δικαιώματος καθίσταται πρώτη φορά ανεκτή και εκτός των περιπτώσεων πολέμου ή επιστράτευσης του 48 του Συντάγματος. Αν και η συγκεκριμένη διάταξη απαριθμεί περιοριστικά τόσο τις περιπτώσεις αναστολής συνταγματικών δικαιωμάτων όσο και τα δικαιώματα που δύνανται να ανασταλούν, εν προκειμένω επιχειρείται η αναλογική εφαρμογή της στις τρέχουσες συνθήκες υγειονομικού «πολέμου» ή με την ταύτιση των εννοιών της δημόσιας υγείας και της δημόσιας ασφάλειας,[11] κατ’ ανατροπή της επίσης παγιωμένης αρχής της συσταλτικής ερμηνείας των διατάξεων που περιορίζουν τα συνταγματικά δικαιώματα. Τέτοιες διασταλτικές ερμηνείες επιχειρήθηκαν την τρέχουσα περίοδο και σε ειδικές διατάξεις, όπως ιδίως της εφαρμογής της ερμηνευτικής δήλωσης του α. 5[12] και των περιπτώσεων απαγόρευσης συναθροίσεων του α. 13 του Συντάγματος.[13]

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, παρατηρείται μια έντονη μεταστροφή της ερμηνείας τόσο μεμονωμένων διατάξεων όσο και συστηματικά του συνόλου αυτού από τα κρατικά όργανα και την θεωρία (ή έστω σημαντική μερίδα αυτής). Όπως προκύπτει από τα ως άνω περιγραφόμενα, μεγάλο μέρος της θεωρίας όσο και της, αρμόδιας για την άσκηση ελέγχου, δικαστικής λειτουργίας απέχουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των μέτρων[14] ή ακόμα και την δικαιολογούν, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα περί εκτάκτου ή έστω υπό την επιρροή του φόβου της ευθύνης προστασίας της δημόσιας υγείας. Το συμπέρασμα αυτό έχει διατυπωθεί και ρητά από ορισμένους εκ των θεωρητικών αυτών, υπό το πρίσμα των έκτακτων και πρωτοφανών συνθηκών (σίγουρα πάντως υπήρξαν και στο παρελθόν πανδημίες), οι οποίες δεν έχουν προβλεφθεί από το γράμμα του Συντάγματος,[15] καθώς και της αδιαμφισβήτητης σημασίας, ως ηθικό καθήκον, και απόλυτης ανάγκης προστασίας της ανθρώπινης ζωής[16] και της δημόσιας υγείας[17] με τρόπο αποτελεσματικότερο (ή, στην πραγματικότητα, αυστηρότερο;) από εκείνον που παρέχει απλώς το α. 25 του Συντάγματος. Και όμως, τα συγκεκριμένα δικαιώματα, έως σήμερα, δεν κατείχαν προνομιακή θέση ούτε ρητά στο κείμενο του Συντάγματος (όπως πχ υποστηρίζεται για την αξία του ανθρώπου) ούτε ιστορικά (υπενθυμίζεται ότι επαναστατικό σύνθημα δεν ήταν το «ζωή ή θάνατος»). Η ερμηνευτική αυτή μεταστροφή, η οποία συνοψίζεται στην ίδρυση ενός νέου «συντάγματος της κρίσης», είναι άμεσα συνδεδεμένη με το λαϊκιστικό πλαίσιο που περιγράφηκε, του οποίου την λογική και φρασεολογία ακολουθεί πιστά.

Με διάθεση αξιολογικής αποτίμησης του ως άνω συμπεράσματος, φαίνεται ότι δεν παρατηρούμε απλώς το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις έννοιές του να προσαρμόζονται στις ανάγκες αντιμετώπισης μιας μείζονος κρίσης, για το οποίο πιθανότατα διέθετε ήδη τα αναγκαία «εργαλεία». Πολύ περισσότερο φαίνεται ότι το Σύνταγμα προσαρμόζεται στην ανάγκη υλικής εφαρμογής μιας ρητορικής με έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά δια της σύμφωνης με αυτήν ερμηνείας του ή έστω δια του επηρεασμού των, θεσμικών και μη, ερμηνευτών του από αυτήν. Επομένως, τελικά δεν είναι τα μέτρα που ερμηνεύονται σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλά το Σύνταγμα σύμφωνα με αυτά. Εφόσον δε η μεταβολή αυτή συνεχίζει να εφαρμόζεται τόσο σταθερά και ομοιόμορφα, όπως περιγράφηκε, αποσπώντας δε και την συναίνεση σημαντικής μερίδας του λαού, δύναται να καταστεί μόνο ή έστω πλειοψηφικά αποδεκτό περιεχόμενο του Συντάγματος. Το «σύνταγμα της κρίσης» τείνει να ταυτιστεί με το Σύνταγμα. Το ερώτημα του σε τι κόσμο θα επανέλθουμε μετά την πανδημία, αποκτά υπό αυτή την έννοια και συνταγματικά χαρακτηριστικά.


[1] Κ. Μητσοτάκης, διάγγελμα 17-3-2020. [2] Ακρ. Καϊδατζής, «Πανδημία, Δημοκρατία και Δικαιώματα: Το τέλος του Συνταγματικού Δικαίου;», www.popcon.gr. [3] Μ. Χρυσοχοΐδης, Βουλή 13-11-2020. [4] Υπ. Υγείας, δελτίο τύπου 25-9-2020. [5] Ιφ. Καμτσίδου, «Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου», προδημοσίευση από το περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου», www.popcon.gr. [6]Ενδεικτικά, οι υπ’ αρ. Δ1 α/Γ.Π.οικ.20036/2020 (ΦΕΚ 986/Β/22-3-20) και Δ1/Γ.Π.οικ.71342/2020 (ΦΕΚ Β 4899/6-11-20) ΚΥΑ, καθώς και η υπ’ αρ. 1029/8/18 απόφαση Αρχηγού ΕΛΑΣ (ΦΕΚ Β 5046/14-11-20). [7] Αντ. Μανιτάκης, «Η πανδημία ανάμεσα στο δίκαιο και στην ηθική, με την ζωή ως συνταγματική αξία», προδημοσίευση www.constitutionalism.gr. [8] Αντ. Μανιτάκης, «Η δημόσια υγεία σκοπός συνταγματικά προστατευόμενος», Τα Νέα 18-11-2020. [9] Ξ. Κοντιάδης, «Δικαιώματα και Πανδημία», www.dianeosis.org. [10] Ακρ. Καϊδατζής, «Πανδημία, Δημοκρατία και Δικαιώματα: Το τέλος του Συνταγματικού Δικαίου;», www.popcon.gr. [11] Γ. Καραβοκύρης, «Η συνταγματικότητα της απαγόρευσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων», www.syntagmawatch.gr. [12] Π. Περάκης, «Είναι αντίθετα με το Σύνταγμα τα κυβερνητικά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων που ανακοινώθηκαν για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού;», www.syntagmawatch.gr. [13] Χ. Ανθόπουλος, «Η γενική απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων», Πρώτο Θέμα 16-11-2020, [14] Ενδεικτικά, Ν. Αλιβιζάτος, δήλωση στην Καθημερινή 16-11-2020. [15] Ευ. Βενιζέλος, «Πανδημία, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Δημοκρατία», www.evenizelos.gr. [16] Αντ. Μανιτάκης, «Η πανδημία ανάμεσα στο δίκαιο και στην ηθική, με την ζωή ως συνταγματική αξία», προδημοσίευση www.constitutionalism.gr. [17]Αντ. Μανιτάκης, «Η δημόσια υγεία σκοπός συνταγματικά προστατευόμενος», Τα Νέα 18-11-2020.

bottom of page