top of page

Δημοκρατία, μιντιοκρατία, πλουτοκρατία: Το αίτημα κοινωνικοποίησης του τομέα της ενημέρωσης

του Ακρίτα Καϊδατζή


Επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει η δημοκρατία είναι ο έλεγχος της ενημέρωσης από μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Μπορούμε να αποκαλέσουμε το φαινόμενο αυτό ‘μιντιοκρατία’. Πρόκειται για μιαν από τις όψεις της πλουτοκρατίας[1]. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα στρεβλώνεται κατά το ότι κάποιοι λίγοι –ας τους πούμε ‘ολιγάρχες’– εκμεταλλεύονται την τεράστια οικονομική ισχύ τους, προκειμένου ν’ αποκτήσουν δυσανάλογη πολιτική επιρροή σε βάρος των πολλών. ‘Εξαργυρώνουν’ δηλαδή οικονομική ισχύ για να τη μετατρέψουν σε πολιτική ισχύ. Ο όρος είναι ακριβής: στην ουσία, αγοράζουν πολιτική εξουσία (ή εξαγοράζουν την πολιτική εξουσία). Αυτή η σύγχυση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας ανατρέπει το ίδιο το θεμέλιο της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: τη διάκριση της οικονομίας από την πολιτική, της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα.

Μιαν εκδοχή πλουτοκρατίας έχουμε όταν ολιγάρχες διεκδικούν οι ίδιοι την άσκηση πολιτικής εξουσίας. Ο μπερλουσκονισμός ή ο τραμπισμός είναι γνωστά παραδείγματα, υπάρχουν πολλά ακόμη[2]. Μια άλλη εκδοχή είναι όταν, χωρίς να διεκδικούν οι ίδιοι πολιτικά αξιώματα, οι ολιγάρχες χρησιμοποιούν την οικονομική ισχύ τους για να ελέγξουν την ενημέρωση, δηλαδή ν’ αποκτήσουν μιντιακή ισχύ, και δι’ αυτής πολιτική επιρροή και ισχύ. Είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη, με τον έλεγχο της ενημέρωσης αποκτούν τη δυνατότητα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Αυτό τους επιτρέπει να χειραγωγούν το εκλογικό σώμα, κατασκευάζοντας μια ψευδή εικόνα κομμάτων ή ηγετών που δήθεν δίνουν φωνή στους πολλούς, παρότι στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τα συμφέροντα λίγων προνομιούχων. Το φαινόμενο έχει αποκληθεί ‘πλουτοκρατικός λαϊκισμός’[3].

Πλουτοκρατία και μιντιοκρατία ως συνταγματικό πρόβλημα

Ο κατεστημένος ευπρεπισμός της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου έχει εξοβελίσει τον όρο ‘πλουτοκρατία’ από το λεξιλόγιό της. Όμως η πλουτοκρατία με το μικρό αδελφάκι της, τη μιντιοκρατία, είναι υπαρκτό πρόβλημα. Και είναι πρόβλημα συνταγματικό. Αφορά την ποιότητα, in extremis ακόμα και την ίδια την ύπαρξη, της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Η εμπειρία δείχνει πως, διαστρέφοντας συνταγματικούς θεσμούς, καταλήγει σε λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, σε διάφορες εκδοχές αυταρχικού λαϊκισμού[4]. Το συνταγματικό δίκαιο δεν είναι ουδέτερο απέναντι στο πρόβλημα της πλουτοκρατίας. Και η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν το βλέπει. Το έβλεπε έναν αιώνα πριν ο οξυδερκέστερος Έλληνας συνταγματολόγος, ο Αλέξανδρος Σβώλος, όταν διαπίστωνε ότι στην πολιτική ιστορία των συγχρόνων δημοκρατιών, «εντός των οποίων κινείται η επίφοβος δύναμις της πλουτοκρατίας», είναι συχνές οι περιπτώσεις έμμεσου προσδιορισμού της θέλησης της πολιτείας από συμφέροντα αντίθετα ή απλώς ξένα προς τη θέληση του λαού[5].

Είναι λοιπόν καιρός η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου να ξανασυνδεθεί με τις ρίζες της και ν’ ασχοληθεί με το ζήτημα της ασύμμετρης πολιτικής ισχύος του μεγάλου πλούτου[6]. Το συνταγματικό δίκαιο παρέχει τις κατευθύνσεις για παρεμβάσεις σε μια σειρά από πεδία, όπως το εκλογικό δίκαιο, το πολιτικό χρήμα, την καταπολέμηση της διαφθοράς, την κοινωνική, συνακόλουθα και πολιτική, ενσωμάτωση των πιο αδύναμων[7]. Και, βεβαίως, στο πεδίο της ενημέρωσης. Ιδίως μάλιστα στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα. Παρά την επέλαση των νέων μέσων, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση παραμένουν (ακόμα) τα μέσα με τη μεγαλύτερη, ενίοτε καταθλιπτική, δυνατότητα επιρροής –δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Το ελληνικό Σύνταγμα περιέχει μιαν ασυνήθιστα ‘βαριά’ διατύπωση για τη ραδιοτηλεόραση. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, λέει το άρθρο 15 στην παράγραφο 2, «υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους»[8]. Τέτοια διατύπωση δεν συναντάμε πουθενά αλλού στο συνταγματικό κείμενο. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου έχει επιλέξει να προσποιείται ότι οι λέξεις αυτές δεν υπάρχουν στο Σύνταγμα ή, εν πάση περιπτώσει, δεν σημαίνουν αυτό που ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης θα καταλάβαινε διαβάζοντάς τες. Επικράτησε η απλοϊκή, αλλά καθόλου αθώα, αντίληψη ότι η ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης είναι ζήτημα δικαιωμάτων και μόνο, ιδίως μάλιστα της ελευθερίας της έκφρασης. Όλοι έχουν ελευθερίες, λέει η αντίληψη αυτή, βεβαίως και οι ολιγάρχες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι, για τους ολιγάρχες, αυτό σημαίνει ελευθερία να χειραγωγούν το εκλογικό σώμα για να ελέγχουν την πολιτική εξουσία. Η ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης επομένως, εκτός από ζήτημα δικαιωμάτων, είναι εξίσου ή και περισσότερο ζήτημα δημοκρατίας.

Το Σύνταγμα λέει βεβαίως επίσης, στο άρθρο 14 παράγραφος 9, ότι ο νόμος οφείλει να προβλέπει μέτρα και περιορισμούς με σκοπό τη διασφάλιση της «πολυφωνίας στην ενημέρωση» –και μάλιστα «πλήρη διασφάλιση», όπως σπεύδει να υπερθεματίσει με τη γνωστή φλυαρία και τον κενό βερμπαλισμό του ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, στον οποίον οφείλουμε τη διάταξη. Που μοιάζει βέβαια με κακόγουστο αστείο, αν αναλογιστούμε ότι η ραδιοτηλεοπτική πραγματικότητα διαμορφώθηκε στη χώρα μας με όρους φαρ ουέστ. Όποιος πρόλαβε, γιατί είχε τη δυνατότητα, κατέλαβε τις συχνότητες. Ακόμη κι όταν, μετά από δεκαετίες, άρχισε να μπαίνει κάποια τάξη και, αν μη τι άλλο, να δίνονται άδειες, αυτές τις κατέλαβαν όσοι πλήρωσαν περισσότερα, δηλαδή πάλι οι πιο ισχυροί. Η ραδιοτηλεόραση παραμένει, επομένως, στα χέρια ολιγαρχών. Το ότι αυτοί μπορεί να εναλλάσσονται στη νομή των αδειών καμία σχέση δεν έχει με πολυφωνία[9].

Η κοινωνικοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού τομέα, απάντηση στη μιντιοκρατία

Η καταπολέμηση της μιντιοκρατίας είναι επιτακτική δημοκρατική ανάγκη. Είναι επίσης συνταγματική επιταγή. Ειδικά στο ραδιοτηλεοπτικό τομέα αυτό σημαίνει πως πρέπει να σπάσει η μονοπώληση του ελέγχου της ενημέρωσης από το μεγάλο πλούτο και ν’ ανοίξει σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Προϋποθέτει δηλαδή την κοινωνικοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να προταθούν μια σειρά από παρεμβάσεις. Ορισμένες είναι και οι ακόλουθες.

- Αδειοδότηση μη εμπορικών σταθμών. Οι ραδιοτηλεοπτικές άδειες σήμερα δημοπρατούνται. Κατακυρώνονται στον πλειοδότη, σ’ όποιον έχει τη δυνατότητα να προσφέρει το μεγαλύτερο τίμηση, άρα εξ ορισμού σε οικονομικά ισχυρούς. Αυτό συνιστά επιλογή, όχι υποχρέωση. Ένα ποσοστό των ραδιοτηλεοπτικών αδειών θα μπορούσε να εξαιρείται από τη δημοπράτηση και να κατανέμονται σε κοινωνικούς και συλλογικούς φορείς μετά από αξιολόγηση βάσει ποιοτικών κριτηρίων και με στόχο την επίτευξη αντιπροσωπευτικότητας, πολυφωνίας και πολυμέρειας στην ενημέρωση.

- Διάθεση ραδιοτηλεοπτικού χρόνου και ζώνες πολιτών. Ο κάτοχος ραδιοτηλεοπτικής άδειας σήμερα αξιώνει πλήρες ιδιοκτησιακό και διευθυντικό δικαίωμα επί του σταθμού που ιδρύει. Ούτε αυτό είναι υποχρεωτικό να συμβαίνει. Μπορεί κάλλιστα να επιβληθεί στους εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ως υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, να διαθέτουν μέρος του προγράμματός τους, δηλαδή ραδιοτηλεοπτικό χρόνο, σε κοινωνικούς και συλλογικούς φορείς, καθώς και σε ‘ζώνες πολιτών’[10]. Η ίδια υποχρέωση, για ακόμη μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός της, θα πρέπει να επιβληθεί και στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, ώστε να γίνει πραγματικά δημόσια και να πάψει να είναι κρατική, δηλαδή κυβερνητική.

- Επιτροπές κοινωνικού ελέγχου. Το Σύνταγμα όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά αντίθετα απαιτεί τον έλεγχο του περιεχομένου των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων για την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Η αποστολή αυτή ανατίθεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, σε συνδυασμό με την αρμοδιότητά του να επιβάλλει κυρώσεις για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας. Η συνταγματική αυτή αρμοδιότητα –ανεξάρτητα από τον απογοητευτικό, ενίοτε ακόμη και θλιβερό, τρόπο με τον οποίον ασκείται– δεν εμποδίζει τον κοινωνικό έλεγχο των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Η τήρηση των αρχών της ισότητας, αντικειμενικότητας και πολυμέρειας από δημόσιους και ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς θα μπορούσε να επιτηρείται από επιτροπές κοινωνικού ελέγχου προγραμμάτων, με τη συμμετοχή θεατών-ακροατών και εκπροσώπων κοινωνικών και συλλογικών φορέων[11]. Οι επιτροπές δεν χρειάζεται να έχουν κυρωτικές αρμοδιότητες. Αρκεί να υποβάλλουν τα πορίσματά τους στο Ε.Σ.Ρ. και, ιδίως, να τα δίνουν στην ευρύτερη δημοσιότητα.

Προτάσεις μπορούν να υπάρξουν κι άλλες. Το κρίσιμο είναι, οι προοδευτικές και δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, και ιδίως η Αριστερά, να τις διαμορφώσουν σ’ ένα συνεκτικό προγραμματικό λόγο που να μπορέσει να εκφράσει τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στη μιντιοκρατία και το μιντιακό κατεστημένο.

[1] Για την πλουτοκρατία βλ. τις διεισδυτικές αναπτύξεις του Ganesh Sitaraman, The Crisis of the Middle-Class Constitution: Why Economic Inequality Threatens Our Republic, New York: Alfred A. Knopf, 2017. [2] Ενδεικτικά, ο M. F. N. Giglioli, “Plutocratic leadership in the electoral arena: Three Mitteleuropean cases of personal wealth in politics”, Comparative European Politics 18 (2020), σ. 309-329, εξετάζει τα προσωποπαγή κόμματα των Frank Stronach στην Αυστρία, Andrej Babiš στην Τσεχία και Christoph Blocher στην Ελβετία. [3] Τον όρο έχουν εισάγει οι Jacob S. Hacker & Paul Pierson, Let Them Eat Tweets: How the Right Rules in an Age of Extreme Inequality, New York: Liveright Publishing, 2020. Βλ. και των ίδιων, “The origins of the Republican Party’s plutocratic populism”, The Washington Post, 7 Ιουλίου 2020, https://www.washingtonpost.com/outlook/2020/07/07/republican-party-uses-populist-politics-advance-plutocratic-policy/. [4] Βλ. χαρακτηριστικά Bojan Bugarič, “Central Europe’s descent into autocracy: A constitutional analysis of authoritarian populism”, International Journal of Constitutional Law 17 (2019), σ. 597-616. [5] Αλέξανδρος Ι. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήναι: Τύποις ‘Πυρσού’, 1928, σ. 95. [6] Βλ. Joseph Fishkin & William E. Forbath, “The Anti-Oligarchy Constitution”, Boston University Law Review 94 (2014), σ. 669-696. [7] Βλ. χαρακτηριστικά Tarunabh Khaitan, “Political insurance for the (relative) poor: How liberal constitutionalism could resist plutocracy”, Global Constitutionalism 8 (2019), σ. 1-35. [8] Βλ. Ακρίτα Καϊδατζή, «Άμεσος έλεγχος του κράτους και ραδιοτηλεοπτική ρύθμιση: Μια πρόταση ερμηνείας του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος», σε: Γ. Σωτηρέλη et al., Η πρόκληση μιας νέας ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2019, σ. 65-104. [9] Για το ελάχιστο περιεχόμενο της συνταγματικής επιταγής για πολυφωνία βλ. Κώστα Στρατηλάτη, «Επιχειρησιακή πολυμέρεια και πληροφοριακή πολυφωνία στα ΜΜΕ», σε: Κ. Ζώρα et al. (επιμ.), Δημοκρατία και ΜΜΕ, Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη, 2011, σ. 37-54. [10] Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Βλ. Σοφίας Καϊτατζή-Γουίτλοκ, «Δικαίωμα απάντησης και ‘αυτορρύθμιση’ στην τηλεόραση», Το Σύνταγμα 25 (1999), σ. 469-498. [11] Η μάλλον απογοητευτική εμπειρία από τα συμβούλια κοινωνικού ελέγχου της ΕΡΤ που προβλέφθηκαν στο άρθρο 10 του νόμου 4324/2015 (η αποτυχία των οποίων μάλλον οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε πραγματική βούληση για τη λειτουργία τους) δεν είναι λόγος να εγκαταλείψουμε μια καταρχήν ενδιαφέρουσα και εν δυνάμει χρήσιμη ιδέα.

bottom of page